φυτόκολλα

φυτόκολλα
η, Ν
(χημ. τεχνολ.) ουσία πρωτεϊνικής σύστασης που έχει τη μορφή γκριζοκίτρινης σκόνης και αποτελεί συστατικό τών κόκκων τού σιταριού και άλλων δημητριακών, η γλουτένη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φυτόκολλα — η αζωτούχα ύλη των σιτηρών, η γλουτένη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κόλλα — Γενική ονομασία για οποιαδήποτε ουσία έχει την ιδιότητα να προσκολλάται σε διάφορα αντικείμενα και να τα συγκρατεί με σταθερό τρόπο· ο όρος αναφέρεται, κυρίως, σε εκείνες τις ουσίες που προέρχονται από οργανικές ενώσεις, και συγκεκριμένα από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”